εμμηνορροώ

εμμηνορροώ
εμμηνορρόησα, αμτβ. (ιατρ.), έχω εμμηνόρροια (βλ. λ.), έχω την περίοδό μου, έχω τα ρούχα μου (για γυναίκες).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμμηνορροώ — ( έω) (για γυναίκα) περνώ την περίοδο τής εμμηνορρυσίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”